σιγαλοπαπαδιά
Смотреть что такое "σιγαλοπαπαδιά" в других словарях:
σιγαλοπαπαδιά — η, Ν βλ. σιγανοπαπαδιά … Dictionary of Greek
σιγαλοπαπαδιά — η βλ. σιγανοπαπαδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιγανοπαπαδιά — και σιγαλοπαπαδιά, η, Ν 1. μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που υποκρίνεται τον φρόνιμο, τον αγαθό και καλό, ενώ στην πραγματικότητα είναι ύπουλος, πανούργος και μοχθηρός 2. άτομο που παριστάνει τον δυστυχισμένο και ανυπεράσπιστο, ενώ στην… … Dictionary of Greek