σιγαλοπαπαδιά

σιγαλοπαπαδιά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σιγαλοπαπαδιά" в других словарях:

  • σιγαλοπαπαδιά — η, Ν βλ. σιγανοπαπαδιά …   Dictionary of Greek

  • σιγαλοπαπαδιά — η βλ. σιγανοπαπαδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιγανοπαπαδιά — και σιγαλοπαπαδιά, η, Ν 1. μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που υποκρίνεται τον φρόνιμο, τον αγαθό και καλό, ενώ στην πραγματικότητα είναι ύπουλος, πανούργος και μοχθηρός 2. άτομο που παριστάνει τον δυστυχισμένο και ανυπεράσπιστο, ενώ στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»